βουλευτικῆς

βουλευτικῆς
βουλευτικός
of
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Мамукас, Андреас — Андреас Мамукас Ανδρέας Ζ. Μάμουκας Псевдонимы: (п …   Википедия

  • SENATORIA Vestis — Tunica fuit laticlavia, et Toga candida, sed illa inprimis. Non enim Senatores solum, sed et Equites ac Magistratus, imo divites quoscumque, candidis Togis usos fuisse, patet ex illo Iuvenalis, Sat. 10. v. 45. Niveosque ad frena Quirites, Imo… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • βουλευτής — Πρόσωπο που εκλέγεται ως αντιπρόσωπος του λαού και μετέχει στο κοινοβούλιο. Την ονομασία αυτή συναντούμε ήδη στους ομηρικούς χρόνους, οπότε τα μέλη της βουλής, της σύναξης δηλαδή των προεστών που συναποφάσιζαν μαζί με τον βασιλιά για διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • διαβουλεύομαι — (AM διαβουλεύομαι) 1. συσκέπτομαι με άλλους και ανταλλάσσω γνώμες 2. διαλογίζομαι, συσκέπτομαι 3. μηχανώμαι, ραδιουργώ αρχ. 1. διαβουλεύω διανύω την περίοδο τής βουλευτικής μου θητείας 2. διαβουλεύομαι α) εξετάζω λεπτομερώς β) αποφασίζω …   Dictionary of Greek

  • Πιμ, Τζον — (Peem, 1584 – 1643). Άγγλος πολιτικός. Στη διάρκεια της πρώτης περιόδου του αγγλικού εμφυλίου πόλεμου, ήταν ένας από τους κύριους ηγέτες της βουλευτικής αντιπολίτευσης. Έγινε για πρώτη φορά βουλευτής το 1614. Αναγνωριζόταν ως ο κυριότερος… …   Dictionary of Greek

  • Τερτσέτης, Γεώργιος — (Ζάκυνθος 1800 – Αθήνα 1874). Λόγιος, αγωνιστής της Επανάστασης, ποιητής και δικαστής. Μετά την εγκύκλια παιδεία του στη Ζάκυνθο σπούδασε νομικά στο Μιλάνο και στην Παβία (1816 20). Εκεί δέχτηκε την επίδραση όχι μόνο των μεγάλων ρομαντικών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”